- οχλαγωγώ
- [охлагого] р. собирать толпу народа.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οχλαγωγώ — (ΑΜ ὀχλαγωγῶ, έω) [οχλαγωγός] διεγείρω και προσελκύω τα πλήθη μσν. αρχ. προσπαθώ να αποκτήσω την εμπιστοσύνη τού πλήθους με άμεσο σκοπό την εκμετάλλευσή του για προσωπικά, κυρίως πολιτικά, οφέλη … Dictionary of Greek
ὀχλαγωγῶ — ὀχλαγωγέω court the mob pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχλαγωγέω court the mob pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀχλαγωγός mountebank masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)